- πολύρρυτος
- πολύρρυτοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύρρυτος — και πολύρυτος, ον, Α (για τη θάλασσα) αυτός που ρέει, που κυλάει με μεγάλη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. μελί ρρυτος] … Dictionary of Greek
πολύρρυτον — πολύρρυτος masc/fem acc sg πολύρρυτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυρρύτοισι — πολύρρυτος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυρρύτου — πολύρρυτος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυρρύτων — πολύρρυτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυχεύμων — ύχευμον, ΜΑ αυτός που ρέει άφθονα, πολύρρυτος («πολυχεύμων πηγή», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χευμων (< χεῦμα «ρεύμα»), πρβλ. βαθυ χεύμων] … Dictionary of Greek
πολύρυτος — ον, Α βλ. πολύρρυτος … Dictionary of Greek